- Μεντορουργής
- Μεντορουργήςwrought by Mentormasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεντορουργής — μεντορουργής, ές (Α) [Μέντωρ] ο κατασκευασμένος ή επεξεργασμένος από τον Μέντορα … Dictionary of Greek